- πηδαλιούχος
- ο, / πηδαλιοῡχος, ΝΜΑ1. αυτός που χειρίζεται το πηδάλιο και κατευθύνει το σκάφος2. μτφ. (για τον θεό) ο κυβερνήτης, ο παντοκράτορας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πηδάλιον + -ούχος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηδαλιοῦχος — steersman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδαλιούχος — ο αυτός που κρατά το πηδάλιο, ο τιμονιέρης, ο κυβερνήτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πηδαλιούχων — πηδαλιοῦχος steersman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδαλιουχώ — πηδαλιουχῶ, έω, ΝΜΑ [πηδαλιούχος] χειρίζομαι το πηδάλιο, κατευθύνω το πλοίο, είμαι πηδαλιούχος νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρκμ.) πηδαλιουχούμενος, η, ο α) ως επίθ. αυτός που φέρει πηδάλιο και κυβερνιέται με πηδάλιο β) το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… … Dictionary of Greek
δεραιούχος — δεραιούχος, ον (Α) αυτός που συγκρατεί, που σφίγγει τον λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέραιον + ουχος < έχω (πρβλ. πηδαλιούχος, πρυμνούχος)] … Dictionary of Greek
επιφανειούχος — ο 1. ο κάτοχος επιφάνειας 2. (νομ.) κατά το ρωμαϊκό δίκαιο αυτός που κατέχει το εμπράγματο δικαίωμα τής επιφάνειας* (νεοελλ. 2.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφάνεια + ουχος (< έχω πρβλ. δικαιούχος, πηδαλιούχος)] … Dictionary of Greek
ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… … Dictionary of Greek
ηνίοχος — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαίριου, που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Καμηλοπάρδαλης, του Περσέα, του Ταύρου, των Διδύμων και του Λυγκός. Κύριοι αστέρες του Η. είναι ο ε, δίδυμος αστέρας μεγέθους 3 που απέχει περίπου 3.400… … Dictionary of Greek